ἐπιξενοῦμαι

ἐπιξενοῦμαι
ἐπιξενόομαι
to be entertained as
pres ind mp 1st sg
ἐπιξενόομαι
to be entertained as
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • επιξένωμα — ἐπιξένωμα, τὸ (Μ) [επιξενούμαι] φιλοξενία («φιλιοῡσθαι λαϊκοῑς εἰς ἐπιξενώματα», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • επιξένωσις — ἐπιξένωσις, ἡ (Α) [επιξενούμαι] επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.) …   Dictionary of Greek

  • προεπιξενούμαι — όομαι, Α γίνομαι προηγουμένως δεκτός ως φιλοξενούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιξενοῦμαι «φιλοξενούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”